Η Μάρλεν Χατζοπούλου, τέταρτης γενιάς κοσμηματοποιός, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, το πολυπολιτισμικό περιβάλλον της οποίας επέδρασε καταλυτικά στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς της, αλλά και, πολύ αργότερα, στην επαγγελματική της διαδρομή. Αυτό, όμως, που κυρίως την καθόρισε, ήταν η εμπειρία ζωής και τέχνης δίπλα στον παππού της, όταν μικρή τον παρακολουθούσε στο μαγαζί του μαγεμένη, να σχεδιάζει και να κατασκευάζει με μεράκι, και να πουλάει με ευγένεια, τα κοσμήματά του – ανάμεσα σ' αυτά, οι σταυροί και τα εγκόλπια των ιερωμένων του Πατριαρχείου. Ανεξίτηλα τυπωμένες στη μνήμη της, με ζωηρά χρώματα και συναισθηματικό φορτίο, οι εικόνες αυτές την ακολούθησαν στην Αθήνα όπου, κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών χρόνων, στο κοσμηματοπωλείο του πατέρα της πια, καλοκαίρια και γιορτές, μυήθηκε περαιτέρω στον κόσμο των πολύτιμων υλικών και των πολύχρωμων λίθων. Η έλξη που της ασκούσαν ανέσυρε από μέσα της ένα πρωτόλειο ταλέντο, και μαζί την ειλικρινή της έκπληξη για την απήχηση που είχαν κάποια -λίγα- σχέδιά της, αλλά και για τη δυνατότητά της να τα προωθεί επιτυχώς. Πουλήθηκαν όλα γρήγορα και, χωρίς η ίδια να το έχει συνειδητοποιήσει -ή και να το επιθυμεί- σηματοδότησαν το μέλλον της. Εν τω μεταξύ, κι ενώ πίστευε ότι την ενδιέφερε ν' ασχοληθεί με τις δημόσιες σχέσεις, σπούδασε Marketing και Public Relations, διατηρώντας την αγάπη για το κόσμημα αποκλειστικά προσωπική. Για λίγο. Γιατί μια δελεαστική πρόταση του πατέρα της ν' αναλάβει ένα κατάστημα που δημιούργησε στη Στοά Καλλιγά, την επανέφερε στη “σωστή οδό”. Το ανέλαβε και μέσα απ' αυτό μυήθηκε σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων που αφορούν στην εμπορία και την κατασκευή του κοσμήματος -πέραν του σχεδιασμού που ήδη γνώριζε- ανακαλύπτοντας μέρα με τη μέρα έναν κόσμο ακόμα πιο γοητευτικό απ' ό,τι φανταζόταν – σε δημιουργικό, εμπορικό και, κυρίως, πνευματικό επίπεδο. Μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά σ' αυτό τον κόσμο, γνωρίζοντας τα μυστικά του, διαπίστωσε ότι η γοητεία που της ασκούσε υπερέβαινε την αυτονόητη ομορφιά των κομψοτεχνημάτων, αποκαλύπτοντάς της συμβολισμούς, αξίες, λατρευτικές συνήθειες, αρχαίες μνήμες... Ήταν τότε που, καρμικά λες, ανακάλυψε ένα μικρό χώρο στα Αναφιώτικα, κάτω από την Ακρόπολη, που αμέσως μίλησε μέσα της. Τον αγόρασε την ίδια στιγμή που συνειδητοποιούσε ότι ήρθε η ώρα να απογαλακτιστεί τρόπον τινά, ακολουθώντας έναν δρόμο πιστό μεν στην οικογενειακή παράδοση, ολωσδιόλου προσωπικό όμως σε επίπεδο δημιουργίας: αυτόν της Μάρλεν, μετά τη Χατζοπούλου. Κρατώντας τις κλασικές αρχές της κοσμηματοποιίας, που τόσο καλά τις της έμαθαν οι γονείς και οι παππούδες της, ξεκίνησε ένα παιχνίδι με τους συνδυασμούς – μια αγαπημένη της συνήθεια. Αφέθηκε στη γοητεία των υλικών και των χρωμάτων, έπαιξε με τους όγκους και τις υφές, αυτοσχεδίασε σε ξύλο, πέτρες, μέταλλο, ύφασμα, δέρμα, κόκκαλο, ταξίδεψε με το νου στην ομορφιά, την κατέκτησε και τη μετουσίωσε σε τέχνη. Μιλώντας για έμπνευση, δεν χρειάζεται να σκεφτεί για ν' απαντήσει: έμπνευση για εκείνην είναι η ψυχή. Και η στιγμή. Η ίδια η ζωή – οργανική, ανόργανη, πνευματική.